Τρίτη 26 Μαΐου 2009

Υπέροχο δείγμα λόγου και σκέψης ενός υπέροχου ανθρώπου


Άρχιζα να ζω και να εκπαιδεύομαι στην πρωτεύουσα ενώ παράλληλα σπούδαζα τον έρωτα και την ποιητική λειτουργία του καιρού μου. Έλαβα όμως την αττική παιδεία όταν στον τόπο μας υπήρχε και Αττική και Παιδεία. Μ' επηρεάσανε βαθιά ο Ερωτόκριτος, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, το Εργοστάσιο του Φιξ, ο Χαράλαμπος του «Βυζαντίου», το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης και τα άγνωστα πρόσωπα που γνώριζα τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ' όλα τα χρόνια τα κατοπινά. Στην κατοχική περίοδο συνειδητοποίησα πόσο άχρηστα ήτανε τα μαθήματα της Μουσικής, μια και μ' απομάκρυναν ύπουλα απ' τους αρχικούς μου στόχους που ήταν να επικοινωνήσω, να διοχετευθώ και να εξαφανιστώ, γι' αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την Κατοχή. Έτσι δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς εγλύτωσα απ' το να μοιάζω με τα μέλη του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου. Έγραψα ποιήματα και πολλά τραγούδια, και ασκήθηκα ιδιαίτερα στο να επιβάλλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες, πράγμα που άλλωστε με ωφέλησε τα μέγιστα σαν έγινα υπάλληλος τα τελευταία χρόνια. Απέφυγα μετά περίσσιας βδελυγμίας ότι τραυμάτιζε το ερωτικό μου αίσθημα και την προσωπική μου ευαισθησία.Ταξίδεψα πολύ και αυτό με βοήθησε ν' αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν αποκλειστικόν του τόπου μας προϊόν, όπως περήφανα ισχυρίζονται κι αποδεικνύουν συνεχώς οι έλληνες σωβινιστές και της εθνικοφροσύνης οι εραστές. Παράλληλα ανακάλυψα ότι τα πρόσωπα που μ' ενδιαφέρανε έπρεπε να ομιλούν απαραιτήτως ελληνικά, γιατί σε ξένη γλώσσα η επικοινωνία γινότανε οδυνηρή και εξαφάνιζε το μισό μου πρόσωπο.Το '66 βρέθηκα στην Αμερική. Έμεινα κι έζησα εκεί κάπου έξι χρόνια, τα χρόνια της δικτατορίας, για λόγους καθαρά εφοριακούς - ανεκαλύφθη πως χρωστούσα τρεισήμισι περίπου εκατομμύρια στο δημόσιο. Όταν εξόφλησα το χρέος μου επέστρεψα περίπου το '72 και ίδρυσα ένα καφενείο που το ονομάσαμε Πολύτροπον, ίσαμε τη μεταπολίτευση του '74, όπου και τόκλεισα γιατί άρχιζε η εποχή των γηπέδων και των μεγάλων λαϊκών εκτονώσεων. Κράτησα την ψυχραιμία μου και δεν εχόρεψα εθνικούς και αντιστασιακούς χορούς στα γυμναστήρια και στα γεμάτα από νέους γήπεδα. Κλείνοντας το Πολύτροπο είχα ένα παθητικό πάλι της τάξεως περίπου των τρεισήμισι εκατομμυρίων - μοιραίος αριθμός, φαίνεται, για την προσωπική μου ζωή.


Και τώρα καταστάλαγμα του βίου μου μέχρι στιγμής είναι :

Α δ ι α φ ο ρ ώ για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ.

Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ' αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθέντες συνήθειές μας.

Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα.

Έτσι κατάφερα να ολοκληρώσω την τραυματισμένη από την παιδική μου ηλικία προσωπικότητα, καταλήγοντας να πουλώ «λαχεία στον ουρανό» και προκαλώντας τον σεβασμό των νεωτέρων μου μια και παρέμεινα ένας γνήσιος Έλληνας και Μεγάλος Ερωτικός.


Τα λόγια είναι περιττά...


Δευτέρα 25 Μαΐου 2009

Οἱ πέντε γλῶσσες τῆς Γερόντισσας Γαβριηλίας


Οἱ πέντε γλῶσσες τῆς Γερόντισσας Γαβριηλίας

Ἡ πρώτη εἶναι τὸ χαμόγελο...
Ἡ δεύτερη εἶναι τὰ δάκρυα...
Ἡ τρίτη εἶναι τὸ ἄγγιγμα...
Ή τέταρτη εἶναι ἡ προσευχή...
Ἡ πέμπτη εἶναι ἡ ἀγάπη...
Μὲ αὐτὲς τὶς πέντε γλῶσσες γυρίζεις ὅλη τὴ γῆ καὶ ὅλος ὁ κόσμος εἶναι δικός σου. Ὅλους τους ἀγαπᾷς τὸ ἴδιο. Ἀσχέτως θρησκείας καὶ ἔθνους. Ἀσχέτως μὲ ὅλα. Παντοῦ ὑπάρχουν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Καὶ δὲν ξέρεις αὐτὸς ποὺ βλέπεις σήμερα, ἂν αὔριο δὲ θὰ εἶναι ὁ Ἅγιος...

Κυριακή 24 Μαΐου 2009

Αρχες του Reiki




Για σήμερα....
Δεν ανησυχώ
Δεν φοβάμαι
Δεν θυμώνω
Έχω εμπιστοσύνη
Δουλεύω με αγάπη
Σέβομαι όλους τους ανθρώπους
Ευγνωμονώ κάθε τι που με περιβάλλει

Σάββατο 16 Μαΐου 2009

ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ


Υπάρχει ένας μύθος, που λέει ο Απουλήιος, για την κόρη ενός βασιλιά, την Ψυχή, τόσο όμορφη, ώστε οι άνθρωποι άρχισαν να τη θαυμάζουν και να τη λατρεύουν, λησμονώντας ακόμη κι αυτήν την Αφροδίτη. Βλέποντας τα ιερά της να ερημώνονται, η θεά ζήτησε από το γιο της, τον Έρωτα, να τιμωρήσει αυτήν τη θνητή, κάνοντάς την να ερωτευτεί τον πιο αποκρουστικό άντρα του κόσμου. Πράγματι, ο Έρωτας πήγε στην κάμαρα της κόρης· εκτός από τα θανάσιμα βέλη του, είχε μαζί του και δύο κεχριμπαρένια δοχεία – το ένα με το πικρό νερό της λύπης και το άλλο με το γλυκό νερό της χαράς. Η Ψυχή κοιμόταν κι εκείνος έσταξε στα χείλη της μερικές σταγόνες πικρό νερό – όμως, η ομορφιά της άρχισε να τον αιχμαλωτίζει. Ίσα που την άγγιξε με την άκρη του βέλους του· εκείνη ξύπνησε· δεν μπορούσε να τον δει, όμως εκείνος είδε τα μάτια της και μαγεμένος από εκείνο το βλέμμα έστρεψε κατά λάθος το ίδιο του το βέλος στον εαυτό του. Έχοντας πέσει θύμα της δύναμής του, ο Έρωτας ράντισε με το γλυκό νερό τα μαλλιά της Ψυχής, θέλοντας να επανορθώσει το κακό που της είχε κάνει.
Καθώς περνούσε ο καιρός, η Ψυχή εξακολουθούσε να προκαλεί το θαυμασμό και τη λατρεία των ανθρώπων. Όμως, κανείς δεν την ερωτεύτηκε, κανείς δεν ζήτησε να την παντρευτεί. Απελπισμένοι οι γονείς της πήγανε στο Μαντείο των Δελφών· και ο Απόλλωνας, δασκαλεμένος από τον Έρωτα, έδωσε τον τρομερό χρησμό του: «η Ψυχή δεν προορίζεται για γυναίκα κανενός θνητού· ο άντρας της την περιμένει στην κορυφή ενός βουνού, και είναι ένα αποκρουστικό τέρας, που κανείς, ούτε θνητός ούτε αθάνατος, δεν μπορεί να του αντισταθεί».
Ο χρησμός προκάλεσε θλίψη, όμως ποιος θα μπορούσε να αγνοήσει τα λόγια του θεού; Ο γάμος ετοιμάστηκε μέσα σε ατμόσφαιρα πένθιμη, όλος ο λαός συνόδεψε με θρήνους τη νύφη στην κορυφή του βουνού και την άφησε εκεί μόνη της. Κι ενώ εκείνη περίμενε κλαίγοντας την εκπλήρωση του χρησμού, ο Ζέφυρος τη σήκωσε απαλά από τη γη και την έφερε σε μια ανθισμένη κοιλάδα. Η κόρη αποκοιμήθηκε αποκαμωμένη κι όταν ξύπνησε, περπάτησε τριγύρω και είδε μπροστά της ένα λαμπρό παλάτι, που φαινόταν πως δεν το είχαν φτιάξει χέρια θνητού. Γοητευμένη, μπήκε στις εξαίσιες αίθουσες κι άκουσε μια φωνή να της λέει πως ό,τι έβλεπε ήταν δικό της και πως αυτό θα ήταν το σπίτι της από δω και πέρα.
Αργά τη νύχτα, έφτασε και ο κύριος του παλατιού· η Ψυχή δεν μπορούσε να τον δει, όμως, καθώς έγειρε δίπλα της κι άρχισε να της μιλάει τρυφερά, όλοι της οι φόβοι εξαφανίστηκαν· ήξερε πως ο άντρας της δεν μπορεί να ήταν ένα αποκρουστικό τέρας, αλλά εκείνος που χρόνια περίμενε και ονειρευόταν.
Δεν πέρασε καιρός και η Ψυχή άρχισε να νιώθει νοσταλγία για την οικογένειά της. Ζήτησε, λοιπόν, από τον άντρα της να της επιτρέψει να δεχτεί τις δυο της αδελφές και να τους δείξει πόσο ευτυχισμένα ζούσε. Εκείνος προσπάθησε να την αποτρέψει, προειδοποιώντας την για τις συμφορές που θα ακολουθούσαν. Όμως δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί για πολύ στα δάκρυα και στις ικεσίες της και τελικά υπέκυψε, αφού προηγουμένως την έβαλε να του υποσχεθεί πως, ό,τι κι αν γινόταν, δεν θα επιχειρούσε ποτέ να τον δει. Έτσι, την άλλη μέρα, ο Ζέφυρος μετέφερε στο παλάτι τις δύο αδελφές της Ψυχής. Η αρχική τους χαρά για την ευτυχία της δεν άργησε να μετατραπεί σε ζήλια· κι όταν την κατάφεραν να τους πει ότι δεν είχε δει ποτέ τον άντρα της, βρήκαν τον τρόπο να καταστρέψουν αυτήν την ευτυχία. Της υπενθύμισαν τον χρησμό και την έπεισαν ότι το αποκρουστικό τέρας που μοιραζόταν τις νύχτες το κρεβάτι της δεν θ’ αργούσε να την σκοτώσει: «Καλύτερα, λοιπόν, να τον σκοτώσεις πρώτη εσύ· πάρε αυτό το μαχαίρι, και όταν αποκοιμηθεί, κάρφωσέ το στην καρδιά του».
Έφυγαν, αφήνοντάς την να παλεύει με τους αναγεννημένους φόβους της και με την αίσθηση ότι δεν μπορεί να ήταν αληθινά τα λόγια τους. Ξεχνώντας τις προειδοποιήσεις του και τις υποσχέσεις της, τον περίμενε ν’ αποκοιμηθεί κι ύστερα πήρε ένα λυχνάρι και το μαχαίρι και έσκυψε από πάνω του, αποφασισμένη να τον σκοτώσει, αν η μορφή του ήταν τερατώδης. Αλλά, αντί για το αποκρουστικό τέρας, είδε τον ομορφότερο από τους θεούς· το μαχαίρι της έπεσε από τα χέρια και καθώς έγειρε για να τον δει καλύτερα, μια σταγόνα καυτό λάδι από το λυχνάρι έπεσε στον ώμο του. Άνοιξε τα μάτια του, την κοίταξε και χωρίς να πει λέξη πέταξε έξω από το παράθυρο. Εκείνη προσπάθησε να τον ακολουθήσει, αλλά έπεσε στο χώμα – εκεί πεσμένη τον άκουσε να της λέει «Έτσι λοιπόν ανταποδίδεις την αγάπη μου; Πήγαινε στις αδελφές σου, αφού προτίμησες τις συμβουλές τους από μένα. Η μοναδική σου τιμωρία είναι ότι ποτέ πια δεν θα με ξαναδείς: η αγάπη δεν μπορεί να ζήσει με την καχυποψία». Κι έφυγε.
Κανένας θρήνος, κανένας λόγος μετάνοιας, καμιά ικεσία δεν μπόρεσαν να τον λυγίσουν. Το παλάτι και η ανθισμένη κοιλάδα εξαφανίστηκαν σαν μην είχαν ποτέ υπάρξει και η Ψυχή απόμεινε μόνη της σ’ έναν ερημωμένο τόπο.
Τον είχε προδώσει. Τα είχε χάσει όλα. Έπρεπε να τιμωρηθεί, αλλά όχι έτσι, όχι με μια ζωή χωρίς τον Έρωτα. Αποφάσισε να γυρίσει όλον τον κόσμο, αναζητώντας τον. Περπατούσε μέρες και νύχτες, χωρίς τροφή και νερό, τα ρούχα της κουρελιάστηκαν, το σώμα της γέμισε πληγές· αλλά δεν την ένοιαζε – ήθελε μόνο να τον βρει, να του ζητήσει να τη συγχωρέσει, κι αν εκείνος δεν μπορούσε, να της χάριζε τουλάχιστον τον θάνατο. Κάποτε έφτασε σ’ έναν ναό και σκέφτηκε ότι ίσως εκεί να έβρισκε τον αγαπημένο της. Ο ναός ήταν αφιερωμένος στη θεά Δήμητρα, που συγκινήθηκε από τις προσευχές της δύστυχης κοπέλας και τη συμβούλεψε να πάει στην Αφροδίτη, να υποταχτεί στο θέλημά της και να της ζητήσει συγχώρεση.
Γεμάτη αμφιβολίες για το αν θα μπορούσε να εξευμενίσει την τρομερή θεά, η Ψυχή ακολούθησε τη συμβουλή. Η Αφροδίτη τη δέχτηκε αλλά η όψη της δεν προμήνυε τίποτα καλό. Της μίλησε με περιφρόνηση και της είπε πως αν θέλει να κερδίσει τον Έρωτα, θα πρέπει να περάσει αρκετές δοκιμασίες. Ύστερα την οδήγησε στον αποθήκη, της έδειξε ένα τεράστιο σωρό από μικρούς σπόρους και τη διέταξε να τους έχει ξεχωρίσει μέχρι το βράδι. Όταν έμεινε μόνη, η Ψυχή άρχισε να θρηνεί με τέτοια απόγνωση, ώστε τα μυρμήγκια τη λυπήθηκαν και μαζεύτηκαν κατά εκατοντάδες γύρω από τους σπόρους· πριν βραδιάσει, η διαταγή της Αφροδίτης είχε εκτελεστεί.
Η δεύτερη δοκιμασία δεν ήταν λιγότερο δύσκολη. Η θεά έδειξε στην Ψυχή τις όχθες ενός ποταμού όπου έβοσκαν χρυσόμαλλα πρόβατα και διέταξε να της φέρει λίγο από το πολύτιμο μαλλί τους. Καθώς η κοπέλα πλησίαζε στον ποταμό, άκουσε τα καλάμια να της ψιθυρίζουν πως, αν περίμενε να έρθουν τα πρόβατα να πιουν νερό, θα μπορούσε έπειτα να μαζέψει το μαλλί που θ’ απέμενε στα κλαδιά των γύρω θάμνων.
Αλλά το χρυσό μαλλί δεν ήταν αρκετό για να κατευνάσει τη μανία της Αφροδίτης. Έδωσε, λοιπόν, στην Ψυχή ένα άδειο κουτί και τη διέταξε να πάει στον Άδη, να παρουσιαστεί στην Περσεφόνη και να της πει: «Η κυρά μου, η Αφροδίτη, σε παρακαλεί να της στείλεις λίγη από την ομορφιά σου, επειδή φροντίζοντας τον πληγωμένο γιο της έχασε ένα μέρος από τη δική της».
Σίγουρη πια για τη μοίρα της, η Ψυχή κίνησε για τον κόσμο του Ερέβους. Και πάλι, μια φωνή την καθοδήγησε πώς θα βρει το δρόμο για το βασίλειο του Πλούτωνα, πώς θα αποφύγει τους κινδύνους και πώς θα περάσει με ασφάλεια από τον Κέρβερο· και τη συμβούλεψε να μην ανοίξει για κανένα λόγο το κουτί που θα της έδινε η Περσεφόνη.
Η αρχόντισσα του Κάτω Κόσμου δεν αρνήθηκε το αίτημα της Αφροδίτης, κι έτσι η Ψυχή ολοκλήρωσε κι αυτή τη δοκιμασία. Αλλά, καθώς επέστρεφε, ξέχασε την τελευταία συμβουλή και άνοιξε το κουτί, με σκοπό να πάρει λίγη από την ομορφιά της θεάς, ώστε να μην εμφανιστεί άσχημη μπροστά τον αγαπημένο της Έρωτα.
Το κουτί ήταν άδειο – ή τουλάχιστον η Ψυχή δεν είδε τίποτα· όμως, σχεδόν αμέσως έπεσε στα μισά του δρόμου, βυθισμένη σ’ έναν περίεργο ύπνο – επειδή, η Περσεφόνη είχε βάλει μέσα στο κουτί τον Ύπνο της Στυγός.
Όλον αυτόν τον καιρό, ο Έρωτας ήταν σχεδόν φυλακισμένος στο παλάτι της μητέρας του, μέχρι να επουλωθεί πληγή του. Τη στιγμή που η Ψυχή υπέκυπτε στην περιέργειά της, εκείνος είχε πια ανακτήσει τις δυνάμεις του· βρίσκοντας ένα παράθυρο που είχε ξεχαστεί μισάνοιχτο, πέταξε έξω για να βρει την αγαπημένη του, αφού του ήταν αδύνατο να παρατείνει άλλο την τιμωρία της. Την είδε πεσμένη στο χώμα και την άγγιξε με την άκρη του αργυρού του βέλους: «Για άλλη μια φορά σε νίκησε η περιέργειά σου» της είπε· «ωστόσο, κάνε την παραγγελία της μητέρας μου και θα φροντίσω εγώ για τα υπόλοιπα».
Πράγματι, η Ψυχή παρέδωσε το κουτί στην Αφροδίτη, ενώ ο Έρωτας παρουσιάστηκε στον Δία και ζήτησε τη μεσολάβησή του. Σε λίγο, ο Ερμής έφερε την Ψυχή στον Όλυμπο, ενώπιον των θεών, και της προσέφερε ένα ποτήρι αμβροσία, λέγοντας: «Πιες το, Ψυχή, και θα γίνεις αθάνατη· ο Έρωτας ποτέ δεν θα ξεφύγει από αυτόν τον δεσμό, και οι γάμοι σας θα είναι αιώνιοι».
Κι έτσι, μετά από λάθη και δοκιμασίες, η Ψυχή ενώθηκε για πάντα με τον Έρωτα, κερδίζοντας το δώρο της αθανασίας.


Έργο του ARNOULD DE COOL DELPHINE - PSYCHE ET L’ AMOUR 1863

ΙΣΩΣ Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑ


ΙΣΩΣ Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑ


'Ισως η απουσία σου είναι παρουσία,

χωρίς εσύ να είσαι, χωρίς εσύ να πας να κόψεις το μεσημέρι

σαν ένα γαλάζιο λουλούδι,χωρίς εσύ να περπατάς

πιο αργά ανάμεσα στην ομίχλη και στους πλίνθους,


χωρίς εκείνο το φως που κρατάς στο χέρι

που ίσως άλλοι δεν θα δουν να χρυσίζει,

που ίσως κανείς δεν έμαθε ότι βλασταίνει

σαν την κόκκινη καταγωγή του τριαντάφυλλου,


χωρίς εσύ να είσαι, επιτέλους, χωρίς να έρθεις

απότομη, ερεθιστική, να γνωρίσεις τη ζωή μου,

καταιγίδα από ροδώνα, σιτάρι του ανέμου,


και από τότε είμαι γιατί εσύ είσαι,

και από τότε είσαι, είμαι και είμαστε,

και για χάρη του έρωτα θα είμαι, θα είσαι, θα είμαστε.

ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ


ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ

Να υπάρχεις ελληνικός δηλώνει τέσσερες τρόπους συμπεριφοράς.
Ότι δέχεσαι την αλήθεια που έρχεται μέσα από την φύση. Όχι την αλήθεια που φτιάχνει το μυαλό των ανθρώπων.
Ότι ζεις σύμφωνα με την ηθική της γνώσης. Όχι με την ηθική της δεισιδαιμονίας και των προλήψεων.
Ότι αποθεώνεις την εμορφιά. Γιατί η εμορφιά είναι δυνατή σαν το νου σου και φθαρτή σαν τη σάρκα σου.
Και κυρίως αυτό.. Ότι αγαπάς τον άνθρωπο. Πως αλλιώς! Ο άνθρωπος είναι το πιο τραγικό πλάσμα μέσα στο σύμπαν.
Δημήτριος Λιαντίνης

Πέμπτη 14 Μαΐου 2009

Ἡ ἀποχαιρετιστήρια ἐπιστολὴ τοῦ Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες


Ἂν ἤξερα ὅτι αὐτὲς θὰ ἦταν οἱ τελευταῖες στιγμὲς ποὺ σ᾿ ἔβλεπα, θὰ ἔλεγα «σ᾿ ἀγαπῶ» καὶ δὲν θὰ ὑπέθετα, ἀνόητα, ὅτι τὸ ξέρεις ἤδη.

Ἡ ἀποχαιρετιστήρια ἐπιστολὴ τοῦ Γκαμπριὲλ Γκαρσία Μάρκες(Λίγο πρὶν τὸ τέλος, πρὸς φίλους: Περὶ ἔρωτος, ἀγάπης καὶ ζωῆς)
«Ἕνα σπουδαῖο πνεῦμα μᾶς ἀποχαιρετᾶ»
Ὁ Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ἔχει ἀποσυρθεῖ ἀπὸ τὴν δημόσια ζωὴ γιὰ λόγους ὑγείας: καρκίνος στοὺς λεμφαδένες. Ἡ κατάστασή του μοιάζει νὰ ἐπιδεινώνεται μέρα μὲ τὴν ἡμέρα. Ἡ ἀποχαιρετιστήρια ἐπιστολὴ ποὺ ἀκολουθεῖ, ἐστάλη ἀπὸ τὸν συγγραφέα στοὺς φίλους του:


Ἂν ὁ Θεὸς ξεχνοῦσε γιὰ μία στιγμὴ ὅτι εἶμαι μία μαριονέτα φτιαγμένη ἀπὸ κουρέλια καὶ μοῦ χάριζε ἕνα κομμάτι ζωή, ἴσως δὲν θὰ ἔλεγα ὅλα αὐτὰ ποὺ σκέφτομαι, ἀλλὰ ἀσφαλῶς θὰ σκεφτόμουν ὅλα αὐτὰ ποὺ λέω ἐδῶ.
Θὰ ἔδινα ἀξία στὰ πράγματα, ὄχι γι᾿ αὐτὸ ποὺ ἀξίζουν, ἀλλὰ γι᾿ αὐτὸ ποὺ σημαίνουν.
Θὰ κοιμόμουν λίγο, θὰ ὀνειρευόμουν πιὸ πολύ, διότι γιὰ κάθε λεπτὸ ποὺ κλείνουμε τὰ μάτια, χάνουμε ἑξήντα δευτερόλεπτα φῶς. Θὰ συνέχιζα ὅταν οἱ ἄλλοι σταματοῦσαν, θὰ ξυπνοῦσα ὅταν οἱ ἄλλοι κοιμόταν. Θὰ ἄκουγα ὅταν οἱ ἄλλοι μιλοῦσαν καὶ πόσο θὰ ἀπολάμβανα ἕνα ὡραῖο παγωτὸ σοκολάτα!
Ἂν ὁ Θεός μου δώριζε ἕνα κομμάτι ζωή, θὰ ντυνόμουν λιτά, θὰ ξάπλωνα μπρούμυτα στὸν ἥλιο, ἀφήνοντας ἀκάλυπτο ὄχι μόνο τὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχή μου.
Θεέ μου, ἂν μποροῦσα, θὰ ἔγραφα τὸ μῖσος μου πάνω στὸν πάγο καὶ θὰ περίμενα νὰ βγεῖ ὁ ἥλιος. Θὰ ζωγράφιζα μ᾿ ἕνα ὄνειρο τοῦ Βὰν Γκὸγκ πάνω στὰ ἄστρα ἕνα ποίημα τοῦ Μπενεντέτι κι ἕνα τραγούδι τοῦ Σερρὰτ θὰ ἦταν ἡ σερενάτα ποὺ θὰ χάριζα στὴ σελήνη. Θὰ πότιζα μὲ τὰ δάκρυά μου τὰ τριαντάφυλλα, γιὰ νὰ νοιώσω τὸν πόνο ἀπὸ τ᾿ ἀγκάθια τους καὶ τὸ κοκκινωπὸ φιλὶ τῶν πετάλων τους...
Θεέ μου, ἂν εἶχα ἕνα κομμάτι ζωή... Δὲν θὰ ἄφηνα νὰ περάσει οὔτε μία μέρα χωρὶς νὰ πῶ στοὺς ἀνθρώπους ὅτι ἀγαπῶ, ὅτι τοὺς ἀγαπῶ. Θὰ ἔκανα κάθε ἄνδρα καὶ γυναῖκα νὰ πιστέψουν ὅτι εἶναι οἱ ἀγαπητοί μου καὶ θὰ ζοῦσα ἐρωτευμένος μὲ τὸν ἔρωτα.
Στοὺς ἀνθρώπους θὰ ἔδειχνα πόσο λάθος κάνουν νὰ νομίζουν ὅτι παύουν νὰ ἐρωτεύονται ὅταν γερνοῦν, χωρὶς νὰ καταλαβαίνουν ὅτι γερνοῦν ὅταν παύουν νὰ ἐρωτεύονται! Στὸ μικρὸ παιδὶ θὰ ἔδινα φτερά, ἀλλὰ θὰ τὸ ἄφηνα νὰ μάθει μόνο τοῦ νὰ πετάει. Στοὺς γέρους θὰ ἔδειχνα ὅτι τὸ θάνατο δὲν τὸν φέρνουν τὰ γηρατειὰ ἀλλὰ ἡ λήθη. Ἔμαθα τόσα πράγματα ἀπὸ σᾶς, τοὺς ἀνθρώπους... Ἔμαθα πὼς ὅλοι θέλουν νὰ ζήσουν στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ, χωρὶς νὰ γνωρίζουν ὅτι ἡ ἀληθινὴ εὐτυχία βρίσκεται στὸν τρόπο ποὺ κατεβαίνεις τὴν ἀπόκρημνη πλαγιά.
Ἔμαθα πὼς ὅταν τὸ νεογέννητο σφίγγει στὴ μικρὴ παλάμη του, γιὰ πρώτη φορά, τὸ δάχτυλο τοῦ πατέρα του, τὸ αἰχμαλωτίζει γιὰ πάντα. Ἔμαθα πὼς ὁ ἄνθρωπος δικαιοῦται νὰ κοιτᾷ τὸν ἄλλον ἀπὸ ψηλὰ μόνο ὅταν πρέπει νὰ τὸν βοηθήσει νὰ σηκωθεῖ.
Εἶναι τόσα πολλὰ τὰ πράγματα ποὺ μπόρεσα νὰ μάθω ἀπό σας, ἀλλὰ δὲν θὰ χρησιμεύσουν ἀλήθεια πολύ, γιατί ὅταν θὰ μὲ κρατοῦν κλεισμένο μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴ βαλίτσα, δυστυχῶς θὰ πεθαίνω.
Νὰ λὲς πάντα αὐτὸ ποὺ νιώθεις καὶ νὰ κάνεις πάντα αὐτὸ ποὺ σκέφτεσαι.
Ἂν ἤξερα ὅτι σήμερα θὰ ἦταν ἡ τελευταία φορὰ ποὺ θὰ σ᾿ ἔβλεπα νὰ κοιμᾶσαι, θὰ σ᾿ ἀγκάλιαζα σφιχτὰ καὶ θὰ προσευχόμουν στὸν Κύριο γιὰ νὰ μπορέσω νὰ γίνω ὁ φύλακας τῆς ψυχῆς σου.
Ἂν ἤξερα ὅτι αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ τελευταία φορὰ ποὺ θὰ σ᾿ ἔβλεπα νὰ βγαίνεις ἀπ᾿ τὴν πόρτα, θὰ σ᾿ ἀγκάλιαζα καὶ θὰ σοῦ ῾δινα ἕνα φιλὶ καὶ θὰ σὲ φώναζα ξανά, γιὰ νὰ σοῦ δώσω κι ἄλλα.
Ἂν ἤξερα ὅτι αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ τελευταία φορὰ ποὺ θὰ ἄκουγα τὴ φωνή σου, θὰ ἠχογραφοῦσα κάθε σου λέξη γιὰ νὰ μπορῶ νὰ τὶς ἀκούω ξανὰ καὶ ξανά.Ὑπάρχει πάντα ἕνα αὔριο καὶ ἡ ζωή μας δίνει κι ἄλλες εὐκαιρίες γιὰ νὰ κάνουμε τὰ πράγματα ὅπως πρέπει, ἀλλὰ σὲ περίπτωση ποὺ κάνω λάθος καὶ μᾶς μένει μόνο τὸ σήμερα, θά ῾θελᾳ νὰ σοῦ πῶ πόσο σ᾿ ἀγαπῶ κι ὅτι ποτὲ δὲν θὰ σὲ ξεχάσω.
Τὸ αὔριο δὲν τὸ ἔχει ἐξασφαλίσει κανείς, εἴτε νέος εἴτε γέρος.
Σήμερα μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ τελευταία φορὰ ποὺ βλέπεις τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀγαπᾷς.
Γι᾿ αὐτὸ μὴν περιμένεις ἄλλο, κάν᾿ το σήμερα, γιατί ἂν τὸ αὔριο δὲν ἔρθει ποτέ, θὰ μετανιώσεις σίγουρα γιὰ τὴ μέρα ποὺ δὲν βρῆκες χρόνο γιὰ ἕνα χαμόγελο, μία ἀγκαλιά, ἕνα φιλὶ καὶ ἤσουν πολὺ ἀπασχολημένος γιὰ νὰ κάνεις πράξη μία τελευταῖα τους ἐπιθυμία.
Κράτα αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾷς κοντά σου, πές τους ψιθυριστὰ πόσο πολὺ τοὺς χρειάζεσαι, ἀγάπα τους καὶ φέρσου τους καλά, βρὲς χρόνο γιὰ νὰ τοὺς πεῖς «συγνώμη», «συγχώρεσέ με», «σὲ παρακαλῶ», «εὐχαριστῶ», κι ὅλα τὰ λόγια ἀγάπης ποὺ ξέρεις.
Κανεὶς δὲν θὰ σὲ θυμᾶται γιὰ τὶς κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα ἀπ᾿ τὸν Κύριο τὴ δύναμη καὶ τὴ σοφία γιὰ νὰ τὶς ἐκφράσεις. Δεῖξε στοὺς φίλους σου τί σημαίνουν γιὰ σένα.
Gabriel Garcia Marquez
Ἀπόδοση στὰ Ἑλληνικά: Βασίλης Τερζῆς

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ


Απίστευτες απαντήσεις από μικρά παιδιά
στο ερώτημα "Τί είναι αγάπη" :




Ρεβέκκα, 8 ετών
"Όταν κάποιος σε αγαπά, ο τρόπος που προφέρει το όνομά σου είναι διαφορετικός. Ξέρεις ότι το όνομά σου είναι ασφαλές στο στόμα του"

Βασίλης, 4 ετών
"Αγάπη είναι όταν ένα κορίτσι βάζει άρωμα κι ένα αγόρι άφτερ σέιβ και μετά βγαίνουν έξω μαζί και μυρίζουν ο ένας τον άλλον"

Κάρολος, 5 ετών
"Αγάπη είναι όταν βγαίνεις για φαγητό και δίνεις στον άλλο τις μισές τηγανιτές σου πατάτες χωρίς να του ζητάς να σου δώσει κι αυτός από τις δικές του"

Χριστίνα, 6 ετών
"Αγάπη είναι αυτό που σε κάνει να χαμογελάς όταν είσαι κουρασμένη"

Λευτέρης, 4 ετών
"Αγάπη είναι όταν η μαμά φτιάχνει καφέ για τον μπαμπά και πίνει πρώτα μια γουλιά εκείνη για να δει αν τον πέτυχε"

Δανιήλ, 7 ετών
"Αγάπη είναι όταν φιλιέσαι όλη την ώρα. Μετά βαριέσαι να φιλιέσαι αλλά θέλεις να είσαι συνέχεια μαζί με τον άλλον και να μιλάτε. Η μαμά μου και ο μπαμπάς μου έτσι κάνουν. Κι όταν φιλιούνται εμένα μου φαίνεται αηδία"

Αιμιλία, 8 ετών
"Αγάπη είναι όταν είσαι στο δωμάτιό σου τα Χριστούγεννα κι ανοίγεις τα δώρα. Αν σταματήσεις το άνοιγμα... θ' ακούσεις την αγάπη"

Πάνος, 7 ετών
"Αν θέλεις να μάθεις να αγαπάς καλύτερα, πρέπει να ξεκινήσεις από έναν... φίλο που δεν χωνεύεις"

Τζένη, 8 ετών
"Αγάπη είναι όταν λες σ' ένα αγόρι ότι σου αρέσει το πουκάμισό του, κι αυτός το φοράει μετά κάθε μέρα"

Θωμάς, 7 ετών
"Σε μία σχολική εκδήλωση και πριν παίξω πιάνο, μ' έπιασε φόβος πάνω στη σκηνή. Τότε κοίταξα κάτω και είδα τον μπαμπά μου να με χαιρετάει χαμογελώντας. Ήταν ο μόνος που το έκανε αυτό. Τότε μου πέρασε ο φόβος"

Μαρία, 8 ετών
"Η μαμά μου με αγαπάει πιο πολύ απ' όλους. Κανένας άλλος δεν έρχεται να με φιλήσει όταν πέφτω για ύπνο"

Κλαίρη, 6 ετών
"Η αγάπη είναι όταν η μαμά δίνει στον μπαμπά το καλύτερο κομμάτι από το φαγητό"

Τετάρτη 13 Μαΐου 2009

ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ ΣΤΟ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ...

ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
ΣΕΛΙΔΑ 9
Αυτό που θα ήθελα απόψε, είναι τη ζωή μου πίσω. Αλλά δεν ξέρω απο ποιόν να τη ζητήσω. Τόσο τη σκόρπισα, τόσο την χαράμισα, τόσο τη δάνεισα, τόσο την ξερίζωσα. Απο ποιόν να τη ζητήσω τώρα.... Και τι ωφελεί.... Αυτό που θα ήθελα απόψε, τελικά, είναι ένας ώμος, να γείρω πάνω του και να κλάψω. Να κλάψω πολύ. Με λυγμούς. Με κραυγές. Να κλάψω για όλα. Για όσα αγάπησα. Για όσα ονειρεύτηκα. Για όσα ένιωσα. Για όσα περίμενα και δεν ήρθαν. Για όσα ήρθαν. Για όσα με πρόδωσαν . Για όσα με χαράκωσαν. Για όσα με θανάτωσαν. Για όσα με ανάστησαν. Να κλάψω πολύ. Με λυγμούς. Με κραυγές. Για όλα.... Να γείρω στον ώμο κάποιου και ν’ακούσω τη φωνή του, να μου πει ψυθιριστά : «Μη κλαίς». Μόνο αυτό. Τίποτ’άλλο.Μην κλαίς. Μόνο αυτό.....

ΣΕΛΙΔΑ 16
Αλλά εγώ μιλώ για την άλλη αγάπη. Την υπερβατική. Αυτή που ντύνει με βελούδο την ψυχή. Αυτή που διώχνει τους σκορπιούς απο τη σκέψη. Αυτή που σπάει το συρματόπλεγμα του εαυτού σου. Αυτή που δεν βγαίνει απο το στόμα. Ξεχύνεται απο την αφή και την ανάσα.

ΣΕΛΙΔΑ 26
Μπορεί να’γειρε η μέρα στη ζωή μου, να σουρούπωσε, αλλά εγω πάντα στολίζω τα όνειρά μου με τα χρώματα του δειλινού. Μπορεί να’χασα την πανσέληνο, μα πάντα περιμένω το καινούργιο φεγγάρι, για να κάνω μιαν ευχή. Μπορεί να μην αναβρύζει πια ο έρωτας στο κορμί μου, να μη σχηματίζει χειμάρρους που σπάνε φράγματα, αλλά καλύτερα έτσι. Γλυτώνω και τη λάσπη. Στο κάτω κάτω, υπάρχουν και τα ρυάκια, που σιγοτραγουδούν ανάμεσα στ’αγριολούλουδα.

Ο Μικρός Πρίγκηπας


"Αν όμως μ' εξημερώσεις, η ζωή μου θα γίνει ηλιόλουστη. Θα αναγνωρίζω το θόρυβο ενός βήματος διαφορετικού απ' όλα τ' άλλα. Τα άλλα βήματα θα με κάνουν να κρύβομαι κάτω από τη γη. το δικό σου, σαν μουσική, θα με τραβάει έξω από τη φωλιά μου. Κι έπειτα κοίτα. Βλέπεις εκεί πέρα, τα χωράφια με το στάρι; Τα χωράφια με το στάρι δε μου θυμίζουν τίποτα. Κι αυτό είναι λυπηρό. Όμως εσύ έχεις μαλλιά χρυσαφένια. Θα είναι υπέροχο λοιπόν όταν θα με έχεις εξημερώσει. Το στάρι, που είναι χρυσαφένιο, θα μου θυμίζει εσένα. Και θα μ' αρέσει ν' ακούω τον άνεμο μέσα στα στάχυα... Κέρδισα, είπε η αλεπού, το χρώμα του σταριού""Να το μυστικό μου, είπε η αλεπού. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια. Είναι ο χρόνος που ξόδεψες για το τριαντάφυλλο σου που το κάνει τόσο σημαντικό..."Αφιερωμένο στον δικό μου Πρίγκιπα... Αφιερωμένο στα "ευχαριστώ" που σου χρωστώ...


Αν χωρούσα κι εγώ

στο μικρό σου πλανήτη

αν ζητούσες να 'ρθω

να μην σ' έχει η λύπη


Τον παλιό μου εαυτό

θα τον άφηνα πίσω

τον κρυμμένο ουρανό

της καρδιάς σου να ζήσω


Στο μακρινό σου το αστέρι

να μου κρατάς σφιχτά το χέρι

μικρέ μου πρίγκηπα κοιμήσου

κι εγώ θα μείνω εδώ μαζί σου


Αν ζητούσες να 'ρθω

στο μικρό σου τ' αστέρι

αν μπορούσα να δω

της ψυχής σου τα μέρη

Θα νικούσα το εγώ

που εδώ με κρατάει

έναν κόσμο να βρω

και τους δυο να χωράει


Στο μακρινό σου το αστέρι

να μου κρατάς σφιχτά το χέρι

μικρέ μου πρίγκηπα κοιμήσου

κι εγώ θα μείνω εδώ μαζί σου